Αλγεινή εντύπωση έχει προκαλέσει η πρακτική ενός τουριστικού γραφείου από την Αυστραλία, να διαφημίζει πακέτα διακοπών στην… Οθωμανική Κρήτη!
Την πληροφορία αλίευσε και κοινοποίησε φίλος του ardin-rixi.gr
Το Rome2Rio, είναι μία ταξιδιωτική πλατφόρμα, στην οποία ο χρήστης μπορεί να γράψει την τοποθεσία όπου βρίσκεται και εκείνην στην οποία θέλει να μεταβεί, και εμφανίζονται οι πιθανοί συνδυασμοί αεροπλάνου, πλοίου ή άλλων μέσων για την μετάβασή του.
Το πρόβλημα έρχεται στο ταξίδι… Fatih to Ottoman Crete!
Ούτε γεωγραφικά, ούτε πολιτικά, ούτε πολιτιστικά υπάρχει καμία Οθωμανική Κρήτη από την αυτονομία της το 1898 και δη μετά την απελευθέρωση και ενσωμάτωση της στην μητέρα Ελλάδα το 1912-1913.
Η ονομασία δεν δικαιολογείται ούτε από τυχόν ανάδειξη οθωμανικών μνημείων ή κάποιο tour σε αυτά (όπως αντίστοιχα γίνονται ελληνορθόδοξα προσκυνήματα στη Μικρά Ασία και τους Αγίους Τόπους), καθώς σε όλη τη σελίδα επαναλαμβάνεται ad nauseam ο όρος σε άσχετα σημεία, όπως “Ποιες αερογραμμές πετάνε για την Οθωμανική Κρήτη”, “Που μπορώ να μείνω στην Οθωμανική Κρήτη”, “Πόση ώρα διαρκεί η πτήση από το Φατίχ στην Οθωμανική Κρήτη” και ούτω καθ’ εξής.
Εμφανίζεται λοιπόν η “Οθωμανική Κρήτη” σαν επίσημο όνομα κάποιας ελληνικής επαρχίας!
*Πηγή: ardin-rixi.gr
Αρθρο 612 του Ισλαμικού ποινικού κώδικα: Βάσει αυτού, στο Ιράν, ένας πατέρας που σκοτώνει το παιδί του δεν θεωρείται δολοφόνος…(Καλωσοριστε τους στις γειτονιες μας)
Βγειτε στα μπαλκονια σας να χειροκροτησετε την αφιξη τους…
Και μετα κλειδωθειτε μεσα….
Οταν ξαναβγητε θα ισχυει η Σαρια…
Γιατι τα γραφω αυτα;
Διαβαστε και θα μου δωσετε δικιο…
Και μετα κλειδωθειτε μεσα….
Οταν ξαναβγητε θα ισχυει η Σαρια…
Γιατι τα γραφω αυτα;
Διαβαστε και θα μου δωσετε δικιο…
Ιράν: Ο πατέρας που αποκεφάλισε την κόρη του είχε ρωτήσει.. και δικηγόρο πρώτα…
Δεν τη χωράει ο νους την αποκάλυψη από ιρανικά μέσα ενημέρωσης που επικαλείται το Al Arabiya σχετικά με τον αποκεφαλισμό μιας 14χρονης από τον πατέρα της στο Ιράνσύμφωνα με την οποία ο παιδοκτόνος πριν να σκοτώσει το παιδί του ρώτησε δικηγόρο για να ξέρει ποια ποινή τον περιμένει.
Δεν τη χωράει ο νους την αποκάλυψη από ιρανικά μέσα ενημέρωσης που επικαλείται το Al Arabiya σχετικά με τον αποκεφαλισμό μιας 14χρονης από τον πατέρα της στο Ιράνσύμφωνα με την οποία ο παιδοκτόνος πριν να σκοτώσει το παιδί του ρώτησε δικηγόρο για να ξέρει ποια ποινή τον περιμένει.
Ο Ρεζά Ασράφι, ο οποίος αποκεφάλισε την κόρη του ενώ αυτή κοιμόταν το βράδυ της 14ης Ιουνίου για λόγους τιμής επειδή είχε φύγει από το σπίτι με έναν 29χρονο, φοβόταν μήπως η φρικαλέα πράξη του επισείει την θανατική ποινή.
Για το λόγο αυτό απευθύνθηκε σε δικηγόρο ο οποίος τον διαβεβαιώσε ότι το έγκλημα που διέπραξε δεν θα τον οδηγήσει στην εκτέλεση.
Σύμφωνα με τα ιρανικά μέσα ενημέρωσης ο Ασράφι επικοινώνησε με δικηγόρο περίπου έναν μήνα πριν την δολοφονία και αφού πήρε τη διαβεβαίωση που ήθελε «συγχώρεσε» την 14χρονη πείθοντας την έτσι να επιστρέψει στο σπίτι προκειμένου να έχει την ευκαιρία να την σκοτώσει.
Βάσει της νομοθεσίας που ισχύει στο Ιράν ένας πατέρας που σκοτώνει το παιδί του δεν θεωρείται δολοφονός. Συγκεκριμένα το άρθρο 612 του Ισλαμικού ποινικού κώδικα που εφαρμόζουν οι ιρανικές αρχές προβλέπει ποινή κάθειρξης από 3 έως 10 χρόνια.
Γιατί η Δύση δεν βοήθησε το Βυζάντιο; Αυτό το ερώτημα ταλανίζει χρόνια τώρα τους ιστορικούς. Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί ποικίλουν. Εν Ελλάδι τονίζεται η άρνηση των Δυτικών να βοηθήσουν λόγω της άρνησης των Βυζαντινών να υποταχθούν στην παπική εκκλησία. Αυτή όμως είναι μόνο μια παράμετρος και μάλλον δεν είναι η ορθότερη. Στη Δύση πράγματι δεν υπήρχε διάθεση υποστήριξης του Βυζαντίου.
Και διάθεσή δεν υπήρχε όχι μόνο διότι, οι «φανατικοί» ορθόδοξοι Βυζαντινοί Έλληνες δεν ήθελαν να υποταγούν στην παπική εξουσία, αλλά γιατί τόσο οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Δύσεως, όσο και τα οικονομικά τους συμφέροντα τους επέβαλαν να μην ενισχύσουν τους Έλληνες. Εκείνη την εποχή η Αγγλία και η Γαλλία πολεμούσαν σκληρά μεταξύ τους (Εκατονταετής πόλεμος), ενώ και οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες ευρίσκοντο σε τόσο έντονο μεταξύ τους εμπορικό ανταγωνισμό, ώστε το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κερδίσουν προς όφελός τους αγορές και μόνο.
Από την άλλη πλευρά οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες είχαν κάθε συμφέρον να μην ξαναδούν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ισχυρή, ικανή ίσως να τους αμφισβητήσει τα ναυτικά πρωτεία. Σε όλο το διάστημα του 13ου και 14ου αιώνος είχαν εργαστεί φιλότιμα προς την κατεύθυνση της ναυτικής καταβαραθρώσεως του Βυζαντίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της αλώσεως το σύνολο σχεδόν των τελωνειακών δασμών για την εισαγωγή εμπορευμάτων στην Ευρώπη, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, εισπράττονταν από τους Γενουάτες του Γαλατά (Πέραν) και από τους Ενετούς.
Από τη στιγμή λοιπόν που Ιταλοί απομυζούσαν οικονομικά το Βυζάντιο, δεν είχαν κανέναν λόγο να επιδιώκουν την ισχυροποίησή του. Επιθυμούσαν φυσικά να παραμείνει η Πόλη σε ελληνικά χέρια, κυρίως διότι εάν κυριευόταν από τους Τούρκους οι τελευταίοι να αναθεωρούσαν τις οικονομικές συμφωνίες. Το ενδεχόμενο όμως υποταγής του Βυζαντίου στους Τούρκους φαινόταν σχετικά μακρινό στους Δυτικούς, ακόμα και στους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν άμεση επαφή με την Ανατολή. Οι Τούρκοι, παντελώς άσχετοι με τα της θαλάσσης, υποστήριζαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την Πόλη χωρίς στόλο.
Ο τρίτος, φαινομενικά ισχυρός πόλος εξουσίας της ύστερης μεσαιωνικής Ευρώπης, ο πάπας, επιθυμούσε να ενισχύσει το υπό κατάρρεση Βυζάντιο, στη βάση της υποταγής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις προσταγές του. Παρόλα αυτά, ασχέτως πόσο ειλικρινώς το επιθυμούσε, πρακτικώς δεν ήταν σε θέση να κάνει και σπουδαία πράγματα. Είχε πλέον περάσει η εποχή που στο κέλευσμα του πάπα, χιλιάδες δυτικοευρωπαίοι έσπευδαν να πολεμήσουν για την «πίστη». Όπως είπε και ο Στάλιν αιώνες αργότερα, «καλός είναι ο πάπας, αλλά πόσες μεραρχίες έχει»! Και στη δεδομένη χρονική στιγμή ο πάπας δεν είχε ούτε μεραρχίες, ούτε σοβαρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Δύσεως.
Όσον αφορά τις ελληνικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες. Με ελάχιστα έσοδα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μοναχικό νησί, χαμένο μέσα στην αλλόπιστη θάλασσα, η Πόλη δεν διέθετε πλέον ούτε την παλαιά αίγλη και λάμψη, ούτε την αναγκαία για την επιβίωσή της, υπό τις κρατούσες συνθήκες, στρατιωτική ισχύ. Το σύνολο των τακτικών δυνάμεων που είχαν στη διάθεση τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες δεν ξεπέρασε τις 3.000 άνδρες, επί Ανδρονίκου Γ’, δηλαδή περί τα 100 χρόνια πριν την Άλωση.
Σταδιακά ο αριθμός αυτός μειώθηκε και άλλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκστρατεία του Βουσικώ στην Ανατολή. Ο Γάλλος Βουσικώ μισθώθηκε μαζί με 100 ιππείς και 1.100 πεζούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1398. Με αυτούς τους ελάχιστους, αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άνδρες ο Βουσικώ σχεδόν εκκαθάρισε τη Θράκη από τους Τούρκους. Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία. Σε τέτοια κατάπτωση είχε φθάσει το Βυζάντιο ώστε δεν μπορούσε να συντηρήσει 1.200 άνδρες.
Πέραν των τακτικών δυνάμεων υπήρχαν και οι «πολιτοφύλακες» θα λέγαμε, οι ικανοί να φέρουν όπλα δηλαδή πολίτες, οι οποίοι επιστρατεύονταν σε περιπτώσεις ανάγκης. Αυτοί όμως ούτε σοβαρό εξοπλισμό διέθεταν, ούτε, το κυριότερο, πολεμική εκπαίδευση και εμπειρία.
Και ούτε ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, εφόσον όλοι τους είχαν ως πρωταρχικό τους μέλημα την επιβίωσή τους. Τα ρημαγμένα από τους πολέμους και τις τουρκικές επιδρομές κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα. Κατόπιν η εξάπλωση των Τούρκων περιόρισε την βυζαντινή επικράτεια γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τους Επιβάτες και τη Σηλυβρία. Η οικονομική κατάρρευση είχε ως φυσική συνέπεια την πτώση και του βιοτικού επιπέδου, σε βαθμό εξαθλιώσεως. Για να γλιτώσουν την πείνα χιλιάδες κατέφευγαν στις διάφορες μονές και ελάμβαναν το σχήμα. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν κατοικείτο από περισσότερους από 40-70.000 ανθρώπους, περιλαμβανομένων και των ξένων.
Η μόνη αχτίδα φωτός προερχόταν από την Πελοπόννησο. Και εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν. Πέραν της διχόνοιας μεταξύ των διαφόρων αρχόντων με τους δεσπότες Παλαιολόγους, υπήρχε και η διχόνοια μεταξύ των ιδίων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, διχόνοια που απέβη καταστρεπτική για την εθνική υπόθεση. Από την άλλη πλευρά όμως ούτε η Πελοπόννησος διέθετε το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ενισχύσει την περικυκλωμένη Βασιλεύουσα, τόσο κατά την διάρκεια της τελικής πολιορκίας, όσο και ενωρίτερα.
Ο τακτικός στρατός των δεσποτών ήταν μικρός, αριθμώντας μερικές εκατοντάδες στρατιωτών. Στις δυνάμεις αυτές ο εκάστοτε δεσπότης ενέτασσε και έναν μικρό αριθμό Φράγκων μισθοφόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το καλύτερο τμήμα του στρατού. οι δεσπότες επίσης διέθεταν και έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων, τους περίφημους «Στρατιώτες», τους οποίους οι σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί χαρακτηρίζουν “Αλβανούς”.
Τον κύριο όγκο όμως των στρατιωτικών δυνάμεων του δεσποτάτου αποτελούσαν απλοί χωρικοί, ελεύθεροι καλλιεργητές, ή δουλοπάροικοι των «Δυνατών». Για αυτούς ισχύουν όσα ελέχθησαν και για τους «πολιτοφύλακες» της Κωνσταντινουπόλεως. Εξοπλισμένοι κυρίως με τόξα, χωρίς θώρακες και έχοντας μεγάλη απέχθεια στις επελάσεις του αντιπάλου ιππικού, ήταν χρήσιμοι για αποστολές «κλεφτοπολέμου» ή για πολιορκίες, αλλά όχι για μάχες εκ παρατάξεως. Επίσης αρνούνταν συνήθως να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού.
πηγη http://nikosxeiladakis
Και διάθεσή δεν υπήρχε όχι μόνο διότι, οι «φανατικοί» ορθόδοξοι Βυζαντινοί Έλληνες δεν ήθελαν να υποταγούν στην παπική εξουσία, αλλά γιατί τόσο οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών της Δύσεως, όσο και τα οικονομικά τους συμφέροντα τους επέβαλαν να μην ενισχύσουν τους Έλληνες. Εκείνη την εποχή η Αγγλία και η Γαλλία πολεμούσαν σκληρά μεταξύ τους (Εκατονταετής πόλεμος), ενώ και οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες ευρίσκοντο σε τόσο έντονο μεταξύ τους εμπορικό ανταγωνισμό, ώστε το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να κερδίσουν προς όφελός τους αγορές και μόνο.
Από την άλλη πλευρά οι ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες είχαν κάθε συμφέρον να μην ξαναδούν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία ισχυρή, ικανή ίσως να τους αμφισβητήσει τα ναυτικά πρωτεία. Σε όλο το διάστημα του 13ου και 14ου αιώνος είχαν εργαστεί φιλότιμα προς την κατεύθυνση της ναυτικής καταβαραθρώσεως του Βυζαντίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της αλώσεως το σύνολο σχεδόν των τελωνειακών δασμών για την εισαγωγή εμπορευμάτων στην Ευρώπη, μέσω Κωνσταντινουπόλεως, εισπράττονταν από τους Γενουάτες του Γαλατά (Πέραν) και από τους Ενετούς.
Από τη στιγμή λοιπόν που Ιταλοί απομυζούσαν οικονομικά το Βυζάντιο, δεν είχαν κανέναν λόγο να επιδιώκουν την ισχυροποίησή του. Επιθυμούσαν φυσικά να παραμείνει η Πόλη σε ελληνικά χέρια, κυρίως διότι εάν κυριευόταν από τους Τούρκους οι τελευταίοι να αναθεωρούσαν τις οικονομικές συμφωνίες. Το ενδεχόμενο όμως υποταγής του Βυζαντίου στους Τούρκους φαινόταν σχετικά μακρινό στους Δυτικούς, ακόμα και στους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν άμεση επαφή με την Ανατολή. Οι Τούρκοι, παντελώς άσχετοι με τα της θαλάσσης, υποστήριζαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν την Πόλη χωρίς στόλο.
Ο τρίτος, φαινομενικά ισχυρός πόλος εξουσίας της ύστερης μεσαιωνικής Ευρώπης, ο πάπας, επιθυμούσε να ενισχύσει το υπό κατάρρεση Βυζάντιο, στη βάση της υποταγής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις προσταγές του. Παρόλα αυτά, ασχέτως πόσο ειλικρινώς το επιθυμούσε, πρακτικώς δεν ήταν σε θέση να κάνει και σπουδαία πράγματα. Είχε πλέον περάσει η εποχή που στο κέλευσμα του πάπα, χιλιάδες δυτικοευρωπαίοι έσπευδαν να πολεμήσουν για την «πίστη». Όπως είπε και ο Στάλιν αιώνες αργότερα, «καλός είναι ο πάπας, αλλά πόσες μεραρχίες έχει»! Και στη δεδομένη χρονική στιγμή ο πάπας δεν είχε ούτε μεραρχίες, ούτε σοβαρή επιρροή στα πολιτικά πράγματα της Δύσεως.
Όσον αφορά τις ελληνικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν υπερβολικά περιορισμένες. Με ελάχιστα έσοδα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, μοναχικό νησί, χαμένο μέσα στην αλλόπιστη θάλασσα, η Πόλη δεν διέθετε πλέον ούτε την παλαιά αίγλη και λάμψη, ούτε την αναγκαία για την επιβίωσή της, υπό τις κρατούσες συνθήκες, στρατιωτική ισχύ. Το σύνολο των τακτικών δυνάμεων που είχαν στη διάθεση τους οι τελευταίοι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες δεν ξεπέρασε τις 3.000 άνδρες, επί Ανδρονίκου Γ’, δηλαδή περί τα 100 χρόνια πριν την Άλωση.
Σταδιακά ο αριθμός αυτός μειώθηκε και άλλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκστρατεία του Βουσικώ στην Ανατολή. Ο Γάλλος Βουσικώ μισθώθηκε μαζί με 100 ιππείς και 1.100 πεζούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο το 1398. Με αυτούς τους ελάχιστους, αλλά καλά εξοπλισμένους και εμπειροπόλεμους άνδρες ο Βουσικώ σχεδόν εκκαθάρισε τη Θράκη από τους Τούρκους. Ελλείψει οικονομικών πόρων όμως αποχώρησε το επόμενο έτος για τη Γαλλία. Σε τέτοια κατάπτωση είχε φθάσει το Βυζάντιο ώστε δεν μπορούσε να συντηρήσει 1.200 άνδρες.
Πέραν των τακτικών δυνάμεων υπήρχαν και οι «πολιτοφύλακες» θα λέγαμε, οι ικανοί να φέρουν όπλα δηλαδή πολίτες, οι οποίοι επιστρατεύονταν σε περιπτώσεις ανάγκης. Αυτοί όμως ούτε σοβαρό εξοπλισμό διέθεταν, ούτε, το κυριότερο, πολεμική εκπαίδευση και εμπειρία.
Και ούτε ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες, εφόσον όλοι τους είχαν ως πρωταρχικό τους μέλημα την επιβίωσή τους. Τα ρημαγμένα από τους πολέμους και τις τουρκικές επιδρομές κτήματα έμειναν ακαλλιέργητα. Κατόπιν η εξάπλωση των Τούρκων περιόρισε την βυζαντινή επικράτεια γύρω από την Κωνσταντινούπολη, τους Επιβάτες και τη Σηλυβρία. Η οικονομική κατάρρευση είχε ως φυσική συνέπεια την πτώση και του βιοτικού επιπέδου, σε βαθμό εξαθλιώσεως. Για να γλιτώσουν την πείνα χιλιάδες κατέφευγαν στις διάφορες μονές και ελάμβαναν το σχήμα. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη δεν κατοικείτο από περισσότερους από 40-70.000 ανθρώπους, περιλαμβανομένων και των ξένων.
Η μόνη αχτίδα φωτός προερχόταν από την Πελοπόννησο. Και εκεί όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν. Πέραν της διχόνοιας μεταξύ των διαφόρων αρχόντων με τους δεσπότες Παλαιολόγους, υπήρχε και η διχόνοια μεταξύ των ιδίων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, διχόνοια που απέβη καταστρεπτική για την εθνική υπόθεση. Από την άλλη πλευρά όμως ούτε η Πελοπόννησος διέθετε το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να ενισχύσει την περικυκλωμένη Βασιλεύουσα, τόσο κατά την διάρκεια της τελικής πολιορκίας, όσο και ενωρίτερα.
Ο τακτικός στρατός των δεσποτών ήταν μικρός, αριθμώντας μερικές εκατοντάδες στρατιωτών. Στις δυνάμεις αυτές ο εκάστοτε δεσπότης ενέτασσε και έναν μικρό αριθμό Φράγκων μισθοφόρων, οι οποίοι αποτελούσαν το καλύτερο τμήμα του στρατού. οι δεσπότες επίσης διέθεταν και έναν σχετικά μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων, τους περίφημους «Στρατιώτες», τους οποίους οι σύγχρονοι δυτικοί ιστορικοί χαρακτηρίζουν “Αλβανούς”.
Τον κύριο όγκο όμως των στρατιωτικών δυνάμεων του δεσποτάτου αποτελούσαν απλοί χωρικοί, ελεύθεροι καλλιεργητές, ή δουλοπάροικοι των «Δυνατών». Για αυτούς ισχύουν όσα ελέχθησαν και για τους «πολιτοφύλακες» της Κωνσταντινουπόλεως. Εξοπλισμένοι κυρίως με τόξα, χωρίς θώρακες και έχοντας μεγάλη απέχθεια στις επελάσεις του αντιπάλου ιππικού, ήταν χρήσιμοι για αποστολές «κλεφτοπολέμου» ή για πολιορκίες, αλλά όχι για μάχες εκ παρατάξεως. Επίσης αρνούνταν συνήθως να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού.
πηγη http://nikosxeiladakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου